- αρνίλα
- ηη μυρωδιά του αρνιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + -ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιάπρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… … Dictionary of Greek